- διήνεμος
- διήνεμος, ον,A blown through, wind-swept,
πάτρα S.Tr.327
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάτρα S.Tr.327
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διήνεμος — διήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά)* + ήνεμος < άνεμος] … Dictionary of Greek
διήνεμον — διήνεμος blown through masc/fem acc sg διήνεμος blown through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηνέμοις — διήνεμος blown through masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek